ντεπόρ

ντεπόρ
το άκλ. фин. депорт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ντεπόρ" в других словарях:

  • ντεπόρ — το άκλ. χρηματιστηριακός όρος που σημαίνει τη διαφορά μεταξύ τής τιμής σε μετρητά και τής τιμής με προθεσμία όταν η δεύτερη είναι μικρότερη από την πρώτη, σε αντιδιαστολή με το ρεπόρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deport < de + report, χρηματιστηριακός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»