- ντεπόρ
- το άκλ. фин. депорт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντεπόρ — το άκλ. χρηματιστηριακός όρος που σημαίνει τη διαφορά μεταξύ τής τιμής σε μετρητά και τής τιμής με προθεσμία όταν η δεύτερη είναι μικρότερη από την πρώτη, σε αντιδιαστολή με το ρεπόρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deport < de + report, χρηματιστηριακός… … Dictionary of Greek